πρηνής

πρηνής
-ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α
(κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ' ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν ἔγχεος ὁρμῇ», Ησίοδ.) <
νεοελλ.
φρ. «πρηνής θέση»
(στη γυμναστική) η στήριξη τού σώματος στο έδαφος με τα σκέλη εντελώς τεντωμένα και σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τον επίσης τεταμένο κορμό
αρχ.
1. (για τον βραχίονα και για το χέρι) αυτός που έχει την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω
2. (για καρπούς φυτών) αυτός που παρουσιάζει κοίλωση, βαθούλωμα προς τα κάτω
3. (για πλοίο) αυτός που έχει τον πυθμένα του προς τα πάνω
4. κυρτός, καμπύλος*
5. το ουδ. ως ουσ. α) το τμήμα τού σώματος ανθρώπων ή ζώων το οποίο προεξέχει και είναι περισσότερο ορατό όταν είναι πεσμένα ή ξαπλωμένα στο έδαφος με το πρόσωπο προς τα κάτω, δηλ. τα νώτα, τα οπίσθια, σε αντιδιαστολή προς το στήθος και την κοιλιά, που είναι ορατά όταν βρίσκονται σε ύπτια θέση («τὰ τετράποδα... ἐν τοῑς ὑπτίοις οὐκ ἔχει τὰς τρίχας, ἀλλ' ἐν τοῑς πρανέσι μᾱλλον
oἱ δ' ἄνθρωποι τοὐναντίον ἐν τοῑς ὑπτίοις μᾱλλον ἢ ἐν τοῑς πρανέσιν», Αριστοτ.)
β) (για πεσμένα φύλλα ή για το χέρι) το πίσω μέρος, η ανάποδη πλευρά
6. φρ. «ἐπὶ τὸ πρηνὲς ή [πρανὲς] ῥέπειν» και «ἐς τὸ πρανὲς ῥέπειν
το να έχει κανείς κλίση, το να γέρνει προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρηνής / πρᾱνής (< *προ-ηνής, με έκθλιψη τού πρό, πρβλ. πρηγορεών < προ-ηγορεών) είναι σύνθ. με πρώτο συνθετικό την πρόθεση πρό, ενώ το β' συνθετικό -ηνής προέρχεται πιθ. από ένα αμάρτυρο προσηγορικό *ἦνος / *ἆνος με σημ. «πρόσωπο» (πρβλ. αρχ. ινδ. *ānas- «πρόσωπο», ānana- «στόμα, πρόσωπο») και απαντά και στους τ. ἀπ-ηνής, προσ-ηνής, σαφ-ηνής. Στη μτγν. και Νέα Ελληνική επικράτησε ο τ. πρηνής αντί τού πρανής, κατ' αναλογία προς το ἀπηνής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρηνής — with the face downwards masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνῆ — πρηνής with the face downwards neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) πρηνής with the face downwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) πρηνής with the face downwards masc/fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνεῖ — πρηνής with the face downwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) πρηνής with the face downwards masc/fem/neut dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνεῖς — πρηνής with the face downwards masc/fem acc pl (epic ionic) πρηνής with the face downwards masc/fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνέα — πρηνής with the face downwards neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρηνής with the face downwards masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνές — πρηνής with the face downwards masc/fem voc sg (epic ionic) πρηνής with the face downwards neut nom/voc/acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνοῦς — πρηνής with the face downwards masc/fem/neut gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνᾶς — πρηνής with the face downwards masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνέας — πρηνής with the face downwards masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνέες — πρηνής with the face downwards masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”